- ἐναύσομαι
- ἐναύ̱σομαι , ἐν-αὔω 2cry outaor subj mid 1st sg (epic)ἐναύ̱σομαι , ἐν-αὔω 2cry outfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.